κλυτῶν

κλυτῶν
κλυτός
renowned
fem gen pl
κλυτός
renowned
masc/neut gen pl
κλυτός
renowned
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κλυτῶν — Κλυτός renowned masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έναρα — ἔναρα, τα (Α) τα όπλα και κοσμήματα τού σκοτωμένου εχθρού («λιπὼν ἔναρα βροτόεντα», Ησίοδ.) 2. γεν. τα λάφυρα, η λεία τού πολέμου («κλυτῶν ἐνάρων», Σοφ.) …   Dictionary of Greek

  • είτε — (AM εἴτε, Α και δωρ. τ. αἴτε) (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. χωρίζει α) δυο ισοδύναμα ή αντίθετα νοήματα συχνά ακολουθείται και από άλλο σύνδεσμο) π.χ. και, ουν, άρα, αυ για μεγαλύτερη έμφαση («εἴτε πετύχω εἴτε αποτύχω», «εἴτ οὖν θανόντος εἴτε καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”